ισοκρατία

ισοκρατία
ἰσοκρατία, ἡ (Α) [ισοκρατής]
1. ισότητα ισχύος ή δυνάμεως, ισοδυναμία
2. ισότητα δικαιωμάτων, ισοτιμία, ισονομία, δημοκρατικό πολίτευμα, αντίθ. τού τυραννίς («ἰσονομίας καταλύοντες», Ηρόδ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἰσοκρατία — ἰσοκρατίᾱ , ἰσοκρατία equality of strength fem nom/voc/acc dual ἰσοκρατίᾱ , ἰσοκρατία equality of strength fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοκρατίᾳ — ἰσοκρατίαι , ἰσοκρατία equality of strength fem nom/voc pl ἰσοκρατίᾱͅ , ἰσοκρατία equality of strength fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοκρατίας — ἰσοκρατίᾱς , ἰσοκρατία equality of strength fem acc pl ἰσοκρατίᾱς , ἰσοκρατία equality of strength fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισοκράτεια — ἰσοκράτεια, ἡ (Α) [ισοκρατής] διαφ. γρφ. αντί ισοκρατία.* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”